ἐπιγέγονεν

ἐπιγέγονεν
ἐπιγίγνομαι
to be born after
perf ind act 3rd sg
ἐπιγίγνομαι
to be born after
plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιγίγνομαι — ἐπιγίγνομαι και ἐπιγίνομαι (AM) [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι μετά από κάποιον άλλο («oἱ επιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί» «οὐ γὰρ ἀΐδιός ἐστιν, ἀλλ ὕστερον ἐπιγέγονεν») 2. γίνομαι μετά από κάποιον ή κάτι («οὔπω πατὴρ ἦν, ὕστερον δ ἐπεγένετο πατήρ») 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”